- ἀκρηθής
- ἀκρηθής· ἄψεκτπς, Hsch. [full] ἀκρήμορον· ἀστεργές, Id. [full] ἀκρήπεδος· ἡ ἀγαθή (sc.γῆ), Id. [full] ἀκρής, ([etym.] κράζω)A dumb with astonishment, Id. [full] ἀκρηστής· δοῦλος, Id.; cf. ἄκριστιν. [full] ἀκρῆστις·ῥάχις, καὶ ἄκρα, Id. [full] ἀκρηστόλουχος· δοῦλος, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.